- ένδεση
- η (AM ἔνδεσις, η)νεοελλ.1. εσωτερική σύνδεση2. ενδέτηςαρχ.1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση4. εμπλοκή, ταραχή.
Dictionary of Greek. 2013.