ένδεση

ένδεση
η (AM ἔνδεσις, η)
νεοελλ.
1. εσωτερική σύνδεση
2. ενδέτης
αρχ.
1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση
2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση
3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση
4. εμπλοκή, ταραχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποζώστρα — η, Ν ναυτ. εσωτερική ένδεση πλοίου με ξύλο ή με σιδηρογωνία για στήριξη τής ζυγοδόκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ζώστρα «καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντεροσανίδες ξύλινου σκάφους, ζωνάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”